- ἀδαμαστί
- ἀ-δαμαστί, unbezwinglich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδαμαστί — ἀδαμαστί επίρρ. (Μ) [ἀδάμαστος] άκαμπτα, ακαταπόνητα … Dictionary of Greek
ἀδαμαστί — unconquerably indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδάμαστος — η, ο (Α ἀδάμαστος, ον) 1. ακατάβλητος, άκαμπτος, ακατανίκητος 2. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο ατίθασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαμάζω. ΠΑΡ. μσν. ἀδαμαστί] … Dictionary of Greek